- καυκί
- το1. καύκαλο, καβούκι: Η χελώνα προστατεύεται από το καυκί της.2. μαγειρικό σκεύος, γαβάθα: Του 'βαλε φαγητό στο καυκί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καυκί — το (ΑΜ καυκίον, Μ και καυκίν και καυχίν) κύπελλο, ποτήρι, κύλικας («καυκὶν κρασὶν οὐ δίδουν μου», Πρόδρ.) νεοελλ. 1. ξύλινο ή λίθινο μαγειρικό σκεύος, η καυκιά 2. βαθιά πιατέλα, γαβάθα 3. το όστρακο χελώνας ή άλλων οστρακοδέρμων, το καβούκι 4. η… … Dictionary of Greek
καυκίον — καυκίον, το (ΑΜ) βλ. καυκί … Dictionary of Greek
καύκα — (I) η (Μ καύκα και καύκη) 1. το καυκί 2. κεφάλι, κρανίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καῦκος, ὁ «κούπα», με αλλαγή γένους]. (II) και καύχα, η (Μ καύκα και καύχα) η ερωμένη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < καῦκος, ὁ «κούπα», όπως και το καύκα (I) («αυτή μαζί … Dictionary of Greek
κούκα — η (Μ κούκα) είδος καλύμματος τού κεφαλιού, κούκος, σκούφος νεοελλ. 1. το κεφάλι 2. ο νους. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. συνδέεται με τις λ. καύκαλο, καυκί. Ο τ. με σημ. «σκούφος» πιθ. < κουκούλα» < cuculla] … Dictionary of Greek
σαλιαγκοκαύκι — το, Ν το όστρακο τού σαλιγκαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάλιαγκας + καυκί «όστρακο, καβούκι»] … Dictionary of Greek
σαλιγκοκαύκι — το, Ν το όστρακο τού σαλιγκαριού, σαλιαγκοκαύκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαλιγκάρι + καύκι «όστρακο, καβούκι»] … Dictionary of Greek
όστρακο — Το σκληρό και ανθεκτικό κέλυφος, το οποίο περιβάλλει ολικά ή τμηματικά το σώμα διαφόρων ζώων και ιδιαίτερα των μαλακόστρακων και των μαλακίων. Βλ. λ. κοχύλι ή όστρακο. Όστρακον του 5ου π.Χ. αιώνα, με το όνομα του Θεμιστοκλή. (Αθήνα, Μουσείο… … Dictionary of Greek